- άλλως
- επίρρ. (Α ἄλλως)με άλλο τρόπο, διαφορετικά, αλλιώςνεοελλ.1. σε αντίθετη περίπτωση, ειδεμή2. (σε σύνθεση με το τε) άλλωστεεκτός τούτου, εξάλλουαρχ.1. (σε συνδυασμό με άλλα επιρρ.) «ἄλλως πως» ή «πως ἄλλως», με κάποιο άλλο τρόπο, κάπως αλλιώς«ἄλλως οὐδαμῶς», με κανένα άλλο τρόπο2. «καὶ ἄλλως» ή «ἄλλως δέ»α) και εκτός τούτου, επίσης, επί πλέον β) σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε3. περίφρ. «ἄλλως τε καὶ», και για άλλους λόγους και..., κυρίως, κατεξοχήν, προπάντων, και μάλιστα4. με καλύτερο τρόπο, καλύτερα5. δωρεάν6. (με ουσιαστικά) τίποτε άλλο από, απλώς7. αλλιώς από ό,τι θα έπρεπε να είναι, τυχαία, άσκοπα8. μάταια, τού κάκου9. αλλιώς από ό,τι είναι ορθό, άτοπα, κακώς10. (ελλειπτική περίφραση) «τὴν ἄλλως» (ενν. ἄγουσαν ὁδόν)α) μάταιαβ) γενικά, αδιάφορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος.ΣΥΝΘ. μσν. ἀλληνάλλως].
Dictionary of Greek. 2013.